ψυχοειδής

ψυχοειδής
-ές, ΝΜΑ
όμοιος με την ψυχή
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοειδή
βοτ. παλαιότερη ονομασία τών ψυχανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ειδής*. Ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (βλ. λ. ψυχανθή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχοειδοῦς — ψυχοειδής of the nature of soul masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ՇՆՉԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. ψυχικός, ἑμψυχικός, ψυχοειδής , ἁναπνευστικός, πνευματικός animalis, animatus spiritalis, respirativus, adspirativus, inflans եւ այլն. Որ ինչ հայի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇՆՉԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա.գ. ՇՆՉԱՏԵՍԱԿ ՇՆՉԱՏԵՍԻԼ. ψυχοειδής, δές animae similis, animalis, natura animae. Ունօղ զտեսակ կամ զտեսիլ շնչոյ. շնչական. եւ Շունչ. *Շնչատեսակին աղբիւր է զգայութիւն, եւ զգայութիւն ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”