ψυχοειδοῦς — ψυχοειδής of the nature of soul masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ՇՆՉԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. ψυχικός, ἑμψυχικός, ψυχοειδής , ἁναπνευστικός, πνευματικός animalis, animatus spiritalis, respirativus, adspirativus, inflans եւ այլն. Որ ինչ հայի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇՆՉԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա.գ. ՇՆՉԱՏԵՍԱԿ ՇՆՉԱՏԵՍԻԼ. ψυχοειδής, δές animae similis, animalis, natura animae. Ունօղ զտեսակ կամ զտեսիլ շնչոյ. շնչական. եւ Շունչ. *Շնչատեսակին աղբիւր է զգայութիւն, եւ զգայութիւն ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)